πολυμετρία

πολυμετρία
πολυμετρίᾱ , πολυμετρία
use of a variety of metres
fem nom/voc/acc dual
πολυμετρίᾱ , πολυμετρία
use of a variety of metres
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυμετρία — η, Μ η ύπαρξη πολλών μέτρων σε έναν στίχο, η χρησιμοποίηση διαφορετικών μετρικών ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μετρία* (< μέτρον), πρβλ. ολιγο μετρία] …   Dictionary of Greek

  • πολυμετρίαν — πολυμετρίᾱν , πολυμετρία use of a variety of metres fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”